χασίσι

χασίσι
το
(λ. τουρκ.), βλ. χασίς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χασίσι — το, Ν άκλ. βλ. χασίς …   Dictionary of Greek

  • χασισώνω — Ν [χασίς] 1. δίνω σε κάποιον να καπνίσει χασίσι 2. (το μέσ. και παθ.) χασισώνομαι καπνίζω χασίσι και μεθώ από αυτό, μαστούρώνω 3. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) χασισωμένος, η, ο μεθυσμένος από χασίσι, μαστούρης …   Dictionary of Greek

  • χασικλής — ο, θηλ. χασικλού και χασικλίνα, Ν 1. χασισοπότης 2. (κατ επέκτ.) ναρκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς / χασίσι + κατάλ. κλής (πρβλ. θερια κλής, μερα κλής), μέσω ενός τ. *χασισι κλής, με απλολογία] …   Dictionary of Greek

  • χασίς — χασίς, το και χασίσι, το (λ. αραβ.), είδος φυτού και το ναρκωτικό που παράγεται απ αυτό: Η αστυνομία συνέλαβε δύο φοιτητές τη στιγμή που προσπαθούσαν να πουλήσουν χασίσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασίς — Ονομασία φυτού και διαφόρων προϊόντων, τα οποία προέρχονται από αυτό. Το φυτό είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία ινδική κάνναβις (κανναβούρι). Συγκεκριμένα με την ονομασία αυτή είναι γνωστά οι ανθισμένες κορυφές του φυτού μαζί με τα φύλλα… …   Dictionary of Greek

  • μαύρο — το 1. το μαύρο χρώμα: Ήταν ντυμένη στα μαύρα. 2. το χασίσι: Τον έπιασαν να καπνίζει μαύρο. 3. φρ., «Βγήκε από τα μαύρα», απότυχε να εκλεγεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασισοποτείο — το το μέρος όπου καπνίζουν χασίσι και μεθάνε, χασικλίδικο: Είχαν μεταβάλει το διαμέρισμά τους σε χασισοποτείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασισοπότης — ο αυτός που καπνίζει χασίσι, χασικλής: Είχε καταντήσει χασισοπότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χασισώνω — χασίσωσα, χασισώθηκα, χασισωμένος, ναρκώνω κάποιον δίνοντάς του να καπνίσει χασίσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”